Χρέος
έχουν εκείνοι οπού σπουδάζουν, να μη τρέχουν εις αρχοντικά και αυλάς
μεγάλων και να ματαιώνωσι την σπουδήν τους, δια να αποκτήσουν πλούτον
και αξιώματα, αλλά να διδάσκωσι μάλιστα τον κοινόν λαόν, οπού ζώσι με
πολλήν απαιδευσίαν και βαρβαρότητα.
Κοσμάς Αιτωλός [1]
Του Γιώργου Καραμπελιά από την ιστοσελίδα ΠεμπτουσίαΟ Κοσμάς [2], του οποίου το κοσμικό όνομα ήταν Κώνστας, είναι άγνωστο που και πότε ακριβώς γεννήθηκε (πιθανότατα το 1714). Αναφέρει ο ίδιος, «Η πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήϊνος, η ματαία, είναι από του Αγίου Άρτης την επαρχίαν, από το Απόκουρον» [3], περιοχή της Αιτωλίας, κοντά στο Θέρμο, «από ένα μικρόν χωρίον ονομαζόμενον Μέγαν Δένδρον» [4].
Άρχισε να μαθαίνει γράμματα από την ηλικία των οκτώ ετών, από το 1722 έως το 1732, κοντά στον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα, πιθανώς στη Σιγδίτσα της Παρνασσίδας• γύρω στα είκοσι χρόνια του, άρχισε να «διδάσκεται τα γραμματικά υποκάτω εις τον ιεροδιάκονον Ανανίαν τον καλούμενον Δερβισάνον», ενώ δίδασκε και ο ίδιος ως υποδιδάσκαλος στη Λομποτινά της Μεγάλης Ναυπακτίας. Τέλος, γύρω στα 1737 η 1738, πήγε στα Βραγγιανά Ευρυτανίας, στη σχολή που είχε ιδρύσει ο Ευγένιος Γιαννούλης, όπου είχε σαν δάσκαλό του έναν λόγιο, μαθητή του Ευγένιου, τον Θεοφάνη εκ Φουρνά [5], και παρακολούθησε γραμματικά και θεολογικά μαθήματα, αριθμητική και γεωμετρία, ενώ απέκτησε και γνώσεις πρακτικής ιατρικής.
Σε ώριμη ηλικία παρακολούθησε μαθήματα στην Αθωνιάδα, στο Άγιον Όρος, και, σύμφωνα με το «Μαρτυρολόγιον», «ετελείωσε τα γραμματικά υποκάτω εις τον διδάσκαλον Παναγιώτην Παλαμάν• μετά δε ταύτα παρέλαβε και την Λογικήν από τον διδάσκαλον Νικόλαον Τζαρτζούλιον» ενώ παρακολούθησε και τον Ευγένιο Βούλγαρι.
Λίγα γνωρίζουμε σχετικά με το επίπεδο των γνώσεών του: «Και εγώ από το σχολείον έμαθα τα εικοσιτέσσερα γράμματα… έμαθα και πεντέξ ελληνικά…» «και έμαθα πολλών λογιών γράμματα, εβραϊκά, τουρκικά, φράγκικα και από όλα τα έθνη και πολλά τα εδιάβασα» [6]. Όπως φαίνεται από τις διδαχές του, γνώριζε την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, τους Πατέρες, τα λειτουργικά βιβλία, καθώς και τα Συναξάρια των Αγίων και την Αμαρτωλών Σωτηρία, του Αγάπιου Λάνδου, την οποία αναφέρει ρητώς [7]. Σε ο,τι αφορά στις λοιπές γνώσεις του, ορισμένες αναφορές στις διδαχές παραπέμπουν στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Έτσι, η φράση «Ούτος ο κόσμος αδελφοί μου είναι ωσάν μία φυλακή. Πότε πρέπει να χαίρεται ο άνθρωπος; Όταν εμβαίνη εις την φυλακήν η όταν ελευθερώνεται από την φυλακήν», παραπέμπει στον Σωκράτη του πλατωνικού Φαίδωνα [8]. Σε μια διδαχή του υποστηρίζει πως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ αφού «επήρε από την γην χώμα και νερόν και φωτιά και αέρα», άποψη που παραπέμπει στις θεωρίες των προσωκρατικών. Μετά το πέρας των σπουδών του, και αφού χειροτονήθηκε ιερομόναχος στη Μονή Φιλοθέου, το 1760, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί πήρε μαθήματα ρητορικής από τον αδελφό του Χρύσανθο και έλαβε και την άδεια «του εκ Δελβίνου της Ηπείρου», πατριάρχη Σεραφείμ Β –που είχε συνταχθεί με τους επαναστάτες κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών–, να αρχίσει το κηρυγματικό του έργο: