Χρονικό της πορείας των μοτοσικλετιστών
του Τάσου Χατζηαναστασίου* από το Άρδην τ. 4 που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1996
«ΒΕΡΟΛΙΝΟ-ΚΕΡΥΝΕΙΑ
2-11 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1996″
Η
Κυπριακή Ομοσπονδία Μοτοσυκλέτας (στο εξής: ΚΟΜ), μετά την δυναμική
αντικατοχική πορεία με μοτοσυκλέτες που οργάνωσε το καλοκαίρι του 1995,
αποφάσισε να διευρύνει το χαρακτήρα της πορείας καλώντας να συμμετάσχει
και η Πανευρωπαϊκή Ομοσπονδία Μοτοσυκλετιστών (στο εξής: FEM). Για πρώτη
φορά από το 1974, επιχειρήθηκε να δοθεί στο κυπριακό μία διάσταση που
να αφορά έμπρακτα πολίτες από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Το σύνθημα που
τέθηκε -έτσι ώστε να κεντρίσει το ενδιαφέρον των άλλων ευρωπαίων
μοτοσυκλετιστών- ήταν: «Για έναν κόσμο χωρίς σύνορα-ζήσε
ελεύθερα-οδήγησε ελεύθερα”. Γι’ αυτό και ως συμβολική αφετηρία της
πορείας ορίστηκε το πρώην διχοτομημένο και νυν ενωμένο Βερολίνο. Ως
πολιτικό πλαίσιο της πορείας που στάλθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές
ομοσπονδίες τέθηκε το ζήτημα της εφαρμογής των ψηφισμάτων του Ο.Η.Ε. για
την Κύπρο με έμφαση στο δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης. Το εγχείρημα
ήταν δύσκολο, αλλά η ΚΟΜ κατόρθωσε με την οικονομική συνδρομή της
Εκκλησίας της Κύπρου, άλλων χορηγών αλλά και του ίδιου του λαού της
Κύπρου που αγόρασε χιλιάδες κουπόνια ενίσχυσης της πορείας, να οργανώσει
την πορεία «Βερολίνο-Κερύνεια 2-11 Αυγούστου 1996”.
Μέχρι
τον Ιούνιο είχε εξασφαλιστεί η συμμετοχή μοτοσυκλετιστών από 12
ευρωπαϊκές χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, στην οποία οι 50
διαθέσιμες θέσεις καλύφθηκαν πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να γίνουν
τελικά δεκτοί και άλλοι 8 Ελλαδίτες μοτοσυκλετιστές ενώ αρκετοί έμειναν
με το παράπονο της μη έγκρισης της αίτησης τους για συμμετοχή. Να
σημειωθεί πως οι περισσότερες συμμετοχές προέρχονταν από την Βόρεια
Ελλάδα (Λαμία, Λάρισα, Βόλο, Καστοριά, Γρεβενά, Θεσσαλονίκη, Καβάλα),
ενώ από την Αθήνα και τον Πειραιά μόλις 7 άτομα θυσίασαν τις
αυγουστιάτικες διακοπές τους για την αντικατοχική πορεία. Στην ίδια την
Κύπρο οι δηλώσεις συμμετοχής έφτασαν τις 7.000, ενώ στην πορεία του 1995
είχαν πάρει μέρος περίπου 1.000 μοτοσυκλετιστές.
Η
πορεία ξεκίνησε από το Βερολίνο στις 2 Αυγούστου με τη συμμετοχή 150
περίπου μοτοσυκλετιστών από την Ιταλία, την Ιρλανδία, τη Φινλανδία, τη
Γερμανία, την Αυστρία, τη Δανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Πορτογαλία,
τη…Σλοβενία, ενός ομογενούς από τη Νότια Αφρική, ενός Αμερικανού και
Κυπρίων που είχαν ανέβει στο Βερολίνο για να πραγματοποιήσουν τη
διαδρομή της πορείας από την αφετηρία της. Η πορεία συνάντησε το πρώτο
της μεγάλο εμπόδιο στα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας (Σερβίας), καθώς οι
Σέρβοι απαίτησαν 25.000 δολλάρια για να επιτρέψουν τη διέλευση στους
μοτοσυκλετιστές που διαδήλωναν για την Κύπρο. Παρά την παρέμβαση του Ειρηναίου Μπούλοβιτς,
οι «αδελφοί” Σέρβοι έμειναν ασυγκίνητοι και έτσι η πορεία ακολούθησε τη
διαδρομή Ρουμανία-Βουλγαρία για να φτάσει στη Θεσσαλονίκη. Η
καθυστέρηση στα σύνορα ήταν ήδη μεγάλη, η αλλαγή πορείας πρόσθεσε πολλά
χιλιόμετρα κι έτσι άρχισε ένας αγώνας ενάντια στο χρόνο και την κόπωση
στα οποία προστέθηκαν και τα νεύρα για να φτάσει η πορεία στον τελικό
της προορισμό. Στη Ρουμανία έβρεχε διαρκώς και στη Βουλγαρία οι αρχές
απαγόρευσαν τη διαμονή, υποχρεώνοντας τους μοτοσυκλετιστές να οδηγούν
συνεχώς χωρίς ανάπαυλα επί ώρες. Στη διέλευση της Βουλγαρίας συνέβησαν
αρκετά ατυχήματα (πτώσεις) εξαιτίας της εξάντλησης των οδηγών και των
επιβατών χωρίς όμως να υπάρχουν, ευτυχώς, σοβαροί τραυματισμοί. Έτσι η
πορεία λίγο έλειψε να έχει και θύματα εξαιτίας της συμπεριφοράς των
αρχών των βαλκανικών κρατών και της μη προνοητικότητας των οργανωτών της
πορείας. Με πολύ κόπο και ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση, οι
μοτοσυκλετιστές έφτασαν στον Προμαχώνα την Τετάρτη 7 Αυγούστου. Το
πρόγραμμα υποδοχής της πορείας στη Θεσσαλονίκη ματαιώθηκε αφού είχε
προγραμματιστεί για την προηγούμενη και την Τετάρτη η Θεσσαλονίκη
υποδεχόταν τους έλληνες ολυμπιονίκες. Έτσι η πορεία αφού ενώθηκε με τους
βορειοελλαδίτες μοτοσυκλετιστές, άλλους Κύπριους που είχαν έλθει για να
υποδεχθούν την πορεία από το Βερολίνο στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα κι
έναν… Βέλγο που έμαθε για την πορεία ενώ βρισκόταν στην Ελλάδα και
θέλησε να πάρει μέρος, πήγε στο Βόλο όπου φιλοξενήθηκε στην Πορταριά.
Την Πέμπτη, οι μοτοσυκλετιστές έφτασαν στον Πειραιά και επιβιβάστηκαν στο πλοίο για να μεταφερθούν στην Κύπρο.
Στο
μεταξύ, κι ενώ οι μοτοσυκλετιστές βρίσκονταν εν πλω, η κυπριακή
κυβέρνηση και ο κυπριακός Tύπος είχαν αρχίσει να ασκούν πίεση στην ΚΟΜ
να ματαιώσει την πορεία στην Κύπρο ενώ παράλληλα κινδυνολογούσαν
ανεύθυνα για «βέβαιη προέλαση των Τούρκων” προβάλλοντας τις απειλές του
Ντενκτάς πως θα πυροβολείται όποιος μοτοσυκλετιστής παραβιάσει τη γραμμή
κατάπαυσης του πυρός (την λεγόμενη «Πράσινη Γραμμή”), πως μέλη της
οργάνωσης «Γκρίζοι Λύκοι” ετοιμάζουν αντιπορεία και «εκπλήξεις για τους
μοτοσυκλετιστές”. Στο ίδιο μήκος κύματος και τα ξένα Μέσα Ενημέρωσης που
προανήγγελλαν βιαιότητες στην Κύπρο. Σε πλήρη αντίθεση με αυτό το κλίμα
σκόπιμης κατατρομοκράτησης του κόσμου ήταν και κυρίως όσων θα έπαιρναν
μέρος στην αντικατοχική πορεία, η υποδοχή των μοτοσυκλετιστών στην Κύπρο
στις 10 Αυγούστου, από χιλιάδες κόσμου ήταν συγκινητική και συνάμα
δυναμική. Για πρώτη φορά στη νεώτερη ιστορία της Κύπρου, φτάνουν στο
νησί Ελλαδίτες και ξένοι πολίτες για να πάρουν μέρος σε μία αντικατοχική
εκδήλωση. Η ελληνική σημαία κυματίζει παντού σε μία λαοθάλασσα που
συνοδεύει για χιλιόμετρα τους μοτοσυκλετιστές από το λιμάνι της Λεμεσού
ως την Κοφίνου, όπου έγινε στάση για ξεκούραση και φαγητό. Τη φιλοξενία
ανέλαβε την πρώτη μέρα στην Κύπρο το προσφυγικό σωματείο «Αδούλωτη
Κερύνεια” που δημιούργησε μια ιδιαίτερα θερμή ατμόσφαιρα.
Η
πορεία της 11ης Αυγούστου είχε σχεδιαστεί ως εξής: Οι μοτοσυκλετιστές
κάθε επαρχίας της Κύπρου θα συγκεντρώνονταν στο στάδιο κάθε πόλης:
Λάρνακας, Λεμεσσού, Λευκωσίας, Πάφου. Από εκεί θα συγκεντρώνονταν όλοι
μαζί στη Δερύνεια, κοντά στην κατεχόμενη Αμμόχωστο και, ακολουθώντας το
δρόμο κατά μήκος της γραμμής αντιπαράταξης, θα επιχειρούσαν να περάσουν
στα κατεχόμενα με προορισμό, ει δυνατόν, την Κερύνεια, ως μια συμβολική
και ειρηνική κίνηση απελευθέρωσης. Στην πορεία θα προπορεύονταν, το
προεδρείο της FEM και οι ξένοι μοτοσυκλετιστές που είχαν έρθει από το
Βερολίνο, θα ακολουθούσαν οι 58 Ελλαδίτες και πιο πίσω οι χιλιάδες
κύπριοι μοτοσυκλετιστές.
Οι οργανωτές της πορείας
είχαν δηλώσει ευθέως ότι θα αποφύγουν οπωσδήποτε τη σύγκρουση με την
κυπριακή αστυνομία και τις δυνάμεις των Η.Ε. και ζήτησαν να μην
παρεμποδιστούν, έτσι ώστε να μη φανεί πως είναι η κυπριακή κυβέρνηση που
δεν επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση στο νησί. Η κυπριακή κυβέρνηση
προσπαθούσε μέχρι και την τελευταία στιγμή να ματαιωθεί η πορεία χωρίς
όμως παράλληλα να την απαγορεύσει, καθώς έβλεπε πως ο κόσμος την
στήριζε. Τα κυπριακά κόμματα στο σύνολο τους είτε σιωπούσαν αφήνοντας
τον Κληρίδη να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, είτε διαφωνούσαν δημόσια
με την πορεία. Μόνο ο Λυσσαρίδης είχε μια σχετικά διαφοροποιημένη στάση,
χωρίς όμως να στηρίζει ανοικτά την εκδήλωση. Από ελληνικής πλευράς, ο
μόνος που στήριξε απερίφραστα την αντικατοχική πορεία, είναι ο Κύπριος
ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Γιάννος Κρανιδιώτης. Την
τελευταία στιγμή, το κυπριακό κράτος χρησιμοποίησε τα δικά του όπλα:
προβοκάρισε την πορεία διενεργώντας προληπτικές συλλήψεις σε βάρος μελών
της ΚΟΜ και άλλων προσώπων -20 συνολικά- με την κατηγορία της κατοχής
εκρηκτικών υλών το βράδυ του Σαββάτου, παραμονή της πορείας. Οι
κατηγορίες αποδείχθηκαν αβάσιμες και οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι,
όμως ο στόχος που ήταν η δημιουργία κλίματος ανασφάλειας και
τρομοκρατίας επιτεύχθηκε. Στην συνέχεια όλη τη νύκτα δεν άφησαν τον
πρόεδρο της ΚΟΜ να κοιμηθεί καλώντας τον σε συνεχείς «επείγουσες”
συσκέψεις στο Προεδρικό Μέγαρο, στη Γενική Εισαγγελία και από νωρίς το
πρωί στην Αστυνομία και ξανά στο Προεδρικό. Οι πιέσεις να ματαιώσει η
ΚΟΜ την πορεία έχουν γίνει αφόρητες. Ο Κληρίδης έδειξε τα τελευταία
χαρτιά: εάν επραγματοποιείτο η πορεία, α) οι Τούρκοι θα κατελάμβαναν τη
λεγόμενη νεκρή ζώνη που σήμερα ελέγχεται από τις δυνάμεις του Ο.Η.Ε., β)
η Εθνική Φρουρά δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τυχόν προέλαση του
τουρκικού στρατού, γ) ο Ντενκτάς θα προκαλέσει επεισόδια στη νεκρή ζώνη,
εάν φυσικά αυτή παραβιαστεί, μεταξύ διαδηλωτών και δικών του «πολιτών”
για να αμαυρώσει την καλή εικόνα που είχε δημιουργήσει η πορεία μέχρι
εκείνη τη στιγμή. Για να γίνει περισσότερο πειστικός ο Κληρίδης
επιστράτευσε «απόρρητες εκθέσεις” του Γ.Ε.Ε.Φ. καθώς και της αστυνομίας
που έδειχναν τις προθέσεις του τουρκικού στρατού, την αδυναμία της Ε.Φ.
καθώς και την ύπαρξη προβοκατόρων στις τάξεις των μοτοσυκλετιστών που
είχαν στην κατοχή τους εκρηκτικά, βόμβες μολότωφ και πιστόλια. Ο
πρόεδρος της ΚΟΜ, Γιώργος Χατζηκώστας, κατέρρευσε κάτω
από το βάρος της ευθύνης, της αφόρητης ψυχολογικής πίεσης και της
σωματικής εξάντλησης. Συντριμμένος, μπροστά στο πλήθος των ήδη
συγκεντρωμένων χιλιάδων μοτοσυκλετιστών στο Λευκόθεο στάδιο της
Λευκωσίας, στις 11.00 το πρωί της Κυριακής 11 Αυγούστου, ανήγγειλε την
ματαίωση της πορείας και ύστερα ξέσπασε σε κλάματα. Ο αγώνας ενός χρόνου
έγινε συντρίμμια μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Ωστόσο,
την αντικατοχική πορεία δεν μπορεί πια να τη σταματήσει κανένας. Οι
Κύπριοι μοτοσυκλετιστές έχουν ήδη ξεκινήσει, μόνοι τους ανοργάνωτοι και
οργισμένοι για το νέο ξεπούλημα της ηγεσίας, αγανακτισμένοι που επί 22
χρόνια τους μιλούν από τα μπαλκόνια και την τηλεόραση για επιστροφή στις
πατρίδες τους και όταν είναι να περάσουν στα έργα μιλούν για σύνεση,
για αρνητικούς συσχετισμούς, για τη διαδικασία επίλυσης που βρίσκεται
«σε κρίσιμη καμπή”, για την «διπλωματική κινητικότητα” και τις
«πρωτοβουλίες του Γ.Γ. των Η.Ε.”.
Ομάδες
μοτοσυκλετιστών ξεκινούν και κατευθύνονται σε διάφορα σημεία
προσπαθώντας να περάσουν στη νεκρή ζώνη και να διαδηλώσουν την άρνηση
τους να δείξουν σύνεση. Εικοσιδύο χρόνια «σύνεσης” είναι 22 χρόνια
ξεπουλήματος, λήθης, αλλοτρίωσης, καταναλωτικού ευδαιμονισμού. Και τα
παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα τα φτύνουν κατάμουτρα. Οι πιο
πολιτικοποιημένοι κατευθύνονται στο Προεδρικό και ζητούν από τον Κληρίδη
να κάνει δημόσια δήλωση δικαιολογώντας τη στάση της κυβέρνησης του. Ο
Κληρίδης υπόσχεται να το κάνει αλλά καθυστερεί σκόπιμα. Τελικά θα κάνει
διάγγελμα από την τηλεόραση λίγες ώρες αργότερα μαζί με τον Γιώργο
Χατζηκώστα, που μη όντας πολιτικός απολογείται στον κόσμο χωρίς να
πείθει πως είναι πεισμένος για την ορθότητα της απόφασης του να
ματαιώσει την πορεία.
Οι μοτοσυκλετιστές που
ξεκίνησαν από το Βερολίνο, ξένοι και Ελλαδίτες, μένουν στο Λευκόθεο. Οι
ξένοι αποφασίζουν να επιστρέψουν στα ξενοδοχεία τους. Οι Ελλαδίτες
συσκέπτονται και δηλώνουν πως θέλουν με κάθε τρόπο να δείξουν πως η
πορεία που ξεκίνησαν θα φτάσει στο σκοπό της: στη γραμμή αντιπαράταξης
ζητώντας να της επιτραπεί η διέλευση προς την Κερύνεια. Η πρόταση
τίθεται στις αντιπροσωπείες της FEM και με λίγες εξαιρέσεις γίνεται
δεκτή. Έτσι στις 7 το απόγευμα οι μοτοσυκλετιστές της πορείας
Βερολίνο-Κερύνεια φτάνουν στο οδόφραγμα του «Λήδρα Πάλας” και μια
αντιπροσωπεία ζητά από τις κατοχικές αρχές να επιτραπεί στην πορεία να
συνεχίσει. Οι κατοχικές αρχές ζητούν ως προϋπόθεση για κάτι τέτοιο την
αναγνώριση νόμιμης υπόστασης στο ψευδοκράτος του Ντενκτάς και τους
υποβάλουν τα σχετικά έγγραφα. Η αντιπροσωπεία της πορείας αρνείται,
δείχνοντας έμπρακτα την μη αναγνώριση της ύπαρξης του ψευδοκράτους και
των «συνόρων” του.
Νωρίτερα όμως το μεσημέρι οι
Κύπριοι μοτοσυκλετιστές έχουν διασπάσει τη γραμμή αντιπαράταξης στην
περιοχή του Σοπάζ έξω από τη Λευκωσία, αφού έγιναν αποτυχημένες
απόπειρες στην Άχνα, το δρόμο που οδηγεί στη Μόρφου και το Λήδρα Πάλας.
Στο Σοπάζ όπου έφτασαν και μερικοί Ελλαδίτες μοτοσυκλετιστες, οι
διαδηλωτές βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Τούρκους στρατιώτες και τους
τουρκοκύπριους αστυνομικούς με εξάρτηση διάλυσης διαδηλωτών. Αρχίζει
πετροπόλεμος ενώ οι Τούρκοι βάζουν φωτιά στα παρακείμενα ναρκοπέδια στη
νεκρή ζώνη. Η χαρακτηριστική σκηνή που όλοι είδαν στην τηλεόραση με τον
Τούρκο αστυνομικό να ρίχνει πέτρες στο Σοπάζ. Ενώ αυτά συνέβαιναν στο
Σοπάζ, γίνεται γνωστό από το ραδιόφωνο πως στη Δερύνεια οι διαδηλωτές
διέσπασαν τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός και βρίσκονται αντιμέτωποι με
τις δυνάμεις κατοχής.
Εκεί
όμως είχε συγκεντρώσει ο Αττίλας τις φασιστικές ομάδες των «Γκρίζων
Λύκων” και Τουρκοκύπριους τραμπούκους οπλισμένους με κυνηγετικά όπλα,
λοστούς, τσεκούρια κ.λπ. Οι άοπλοι διαδηλωτές -αυτοί τους
οποίους ο προβοκάτορας Κληρίδης κατηγορούσε πως είχαν μέχρι και
πιστόλια- που είχαν περάσει στη νεκρή ζώνη δεν ήταν παραπάνω από μερικές
δεκάδες. Μπροστά στα απαθή βλέμματα των αντρών των Η.Ε. και στο χώρο
της δικής τους ευθύνης ο έξαλλος όχλος των πάνοπλων Τούρκων μαζί με
ένοπλους Τουρκοκύπριους αστυνομικούς, εκατοντάδες άτομα, καταδίωξε τους
νεαρούς που οπισθοχώρησαν προς το φυλάκιο της Ε.Φ. Τέσσερα άτομα
παγιδεύτηκαν στο συρματόπλεγμα και οι Τούρκοι άρχισαν να τους χτυπούν
ανελέητα. Ο Τάσος Ισαάκ δεν είχε παγιδευτεί κι έτρεξε να βοηθήσει έναν
σύντροφο του. Ο Τάσος Ισαάκ δε φέρθηκε «συνετά” και δεν έκατσε στ’ αυγά
του. Έθεσε πάνω από την ίδια του τη ζωή,την ελευθερία και την
αλληλεγγύη. Έζησε το θάνατό του για τους άλλους, για μας τους άλλους.
Θανατώθηκε ενώ ο φακός αποθανάτισε το σύνθημα που ήταν γραμμένο στη
μπλούζα του: «Οι Μοτοσικλετιστές τολμούν-Απελευθέρωση η ΜΟΝΗ λύση”.
Εκτός
από τον Τάσο, άλλοι 50 τραυματίστηκαν από τον ξυλοδαρμό αλλά και τα
φυσίγγια των τουρκικών όπλων. Τα υπόλοιπα είναι ίσως περισσότερο γνωστά.
Το κυπριακό κράτος φοβήθηκε και την κηδεία του Τάσου Ισαάκ την ανέβαλε
τρεις φορές έως ότου πραγματοποιηθεί στο Παραλίμνι στις 14 Αυγούστου,
μέρα που πριν 22 χρόνια ξεκίνησε ο δεύτερος Αττίλας, αυτός που οδήγησε
στην κατοχή του 40% της Κύπρου, τότε που πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο
Καραμανλής με κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Η
κηδεία ήταν μάλλον σιωπηλή αλλά η οργή σιγόβραζε. Τα παιδιά με τα μαλλιά
και με τα μαύρα ρούχα ξεκίνησαν τις μηχανές τους και πήγαν ξανά στον
τόπο του εγκλήματος. Μαζί τους ακολούθησε η ελληνική αποστολή της
πορείας «Βερολίνο-Κερύνεια” καθώς και μέλη της ιταλικής ομάδας. Ήθελαν
να αποτίσουν φόρο τιμής, βάζοντας ένα στεφάνι και μια μαύρη κορδέλα στο
συρματόπλεγμα που δολοφονήθηκε ο Τάσος Ισαάκ. Αν εμφανίζονταν και τούτη
τη φορά «Γκρίζοι Λύκοι”, δε θα γλίτωναν. Το γνώριζαν και οι ίδιοι οι
Τούρκοι. Οι «Γκρίζοι Λύκοι” είχαν εξαφανιστεί, οι τουρκοκύπριοι
αστυνομικοί κρύβονταν στα δέντρα και μόνο οι στρατιώτες και οι Τούρκοι
δημοσιογράφοι βρίσκονταν στις θέσεις τους.
Οι
διαδηλωτές ήταν πολλοί, συγκροτημένοι και οργανωμένοι, μόνο ένας έφυγε
μόνος του μπροστά, πέρασε σα να πετούσε, βρισκόμενος σε άλλη σφαίρα πια,
πίσω από το συρματόπλεγμα της ντροπής, και ανέβηκε στον ιστό, ανέβηκε
τόσο ψηλά που πλέον δεν τον έφτανε κανείς, ούτε και οι σφαίρες που τον
σκότωσαν.
Ο Σολωμός Σολωμού
δεν αυτοκτόνησε, όπως ίσως σκέφτηκαν πολλοί, απλώς ήρθε να μας θυμίσει
πως πεθαίνουν οι Έλληνες, σαν έτοιμος από παλιά, θανάτω θάνατον πατήσας.
Ο
καταιγισμός των πυρών, παρά τους τραυματίες, δεν έφερε πανικό. Στο
φυλάκιο της Ε.Φ. οι νεαροί εθνοφρουροί πήραν θέση μάχης, ο κόσμος ζήτησε
όπλα και ο διοικητής την άδεια του Επιτελείου να ανοίξει πυρ. Ωστόσο,
οι εξελίξεις ήταν διαφορετικές και λίγο πολύ γνωστές.
Γνωστό
και το γεγονός πως ο Σημίτης διέκοψε τις διακοπές του για να δηλώσει
πως «θα αξιοποιήσουμε διπλωματικά τους δύο νεκρούς μας”. Όσο
για το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου που συνεδρίασε με την παρουσία του
Έλληνα πρωθυπουργού, έπρεπε να περάσουν 22 χρόνια και να σκοτωθούν δύο
άνθρωποι για να ανακοινώσει πως θα «ξεκινήσει εκστρατεία με συγκεκριμένο
(sic) πρόγραμμα διαφώτισης της διεθνούς κοινής γνώμης”. Εν κατακλείδι
αυτού του σχεδόν χρονικού των γεγονότων, στην Κύπρο οι Έλληνες θυμήθηκαν
επιτέλους ότι είναι Έλληνες, ας το θυμηθούν και στην Ελλάδα, και κυρίως
αυτοί που μας κυβερνούν σε Ελλάδα και Κύπρο πως είναι ωραίο να είσαι
Έλληνας, να ζεις σαν Έλληνας και να πεθαίνεις σαν Έλληνας και όχι σαν
εκσυγχρονιστής από έμφραγμα ή από τροχαίο.
*μέλος της ελληνικής ομάδας της αντικατοχικής πορείας των μοτοσυκλετιστών «Βερολίνο-Κερύνεια».
Διαβάστε ακόμα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου