Άρδην, να αλλάξουμε ρότα· άρδην, να αποκαθηλώσουμε το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα·

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Ειδωλολατρία και Χριστιανισμός






του A.M. Jones, 

Είναι αδύνατο να δοθή μια πλήρης εικόνα της ειδωλολατρίας κατά την υστερορρωμαϊκή αυτοκρατορία, γιατί δεν αποτελούσε σύστημα με ειρμό. Ήταν ένα αλλόκοτο αμάλγαμα από δοξασίες και λατρείες, που προέρχονταν από πολλές χώρες και αντιπροσώπευαν κάθε πολιτιστικό στάδιο, από τον υψηλό, αν και μάλλον ασαφή πανθεϊσμό, ως την πιο χυδαία ζωολατρία.

 Συνδέονταν μεταξύ τους μόνο με την αμοιβαία ανοχή, και μάλιστα τον σεβασμό, και από μία ισχυρή ροπή προς τον συγκρητισμό, χάρη στον οποίο θεοί από διάφορες χώρες ταυτίζονταν μεταξύ τους, και οι μύθοι τους συνυφαίνονταν μέσα στο γενικό πλαίσιο της ελληνικής μυθολογίας.


Επικεφαλής του πανθέου ήταν οι επίσημοι θεοί της Ρώμης, με τους οποίους είχαν ταυτισθή από πολύν καιρό οι Ολύμπιοι των Ελλήνων. Αλλά μπορεί ν’ αμφιβάλη κανείς αν έξω από την Ιταλία και την Ελλάδα, τις αρχικές κοιτίδες τους, οι θεοί αυτοί χάριζαν αρκετή πνευματική παραμυθία στους πιστούς τους. 

Οι μορφωμένες τάξεις, είναι αλήθεια η τάξη των συγκλητικών και των πατρικίων, και οι παλαιότερες και πλουσιώτερες οικογένειες των τοπικών αρχόντων που συγκροτούσαν την επαρχιακή αριστοκρατία είχαν βαθιά ριζωμένους συναισθηματικούς δεσμούς μαζί τους. Από τα παιδικά τους χρόνια είχαν ανατραφή με τους Έλληνες ή Λατίνους κλασικούς και συνέδεαν με τους αρχαίους θεούς την λαμπρή κληρονομιά της τέχνης και της λογοτεχνίας και την ένδοξη ιστορία της Ελλάδος και της Ρώμης. 

Αλλά, πέρα από τους λογοτεχνικούς και ιστορικούς δεσμούς του, το επίσημο πάνθεο ελάχιστο νόημα είχε στον ύστερο ειδωλολατρικό κόσμο. Ακόμη λιγώτερο θρησκευτικό περιεχόμενο είχε η επίσημη λατρεία των αυτοκρατόρων, νεκρών και ζωντανών. Κανείς δεν πίστευε στ’ αλήθεια ότι οι αυτοκράτορες ήταν θεοί _ κανείς, λ.χ., δεν προσευχόταν σ’ αυτούς όταν ήταν άρρωστος ή κινδύνευε, για να ιαθή ή να σωθή. 

Η λατρεία τους ήταν απλώς ο παραδοσιακός τρόπος εκδηλώσεως του σεβασμού προς τον αρχηγό του κράτους, συνήθως ένας στεγνός τύπος, κάποτε η μορφή με την οποία εκδηλωνόταν ένα γνήσιο συναίσθημα αφοσιώσεως προς την αυτοκρατορία. 

Τα περισσότερα μέλη της μορφωμένης αριστοκρατίας, ενώ εκτελούσαν με ακρίβεια τις τελετουργίες του παλιού καιρού, βρίσκοντας σ’αυτές μια αισθητική και νοσταλγική ικανοποίηση, έβρισκαν την πνευματική παραμυθία είτε στη φιλοσοφία είτε σε μία από τις ανατολικές λατρείες, που απευθύνονταν περισσότερο στο συναίσθημα.

Σ’ αυτή την περίοδο, η φιλοσοφία είχε ήδη απομακρυνθή πολύ από την ελληνική αφετηρία της. Δεν εμπνεόταν πια από πνευματική περιέργεια, αλλά έγινε κατά βάση θρησκευτική. Στα θρησκευτικά εγχειρίδια της εποχής, συνηθιζόταν πολύ να εκτίθεται το δόγμα σαν μία αποκάλυψη από κάποιον θείο σοφό, όπως ο Ερμής ο Τρισμέγιστος, ο Αιγύπτιος Θωθ.

 Οι επικρατέστερες σχολές της εποχής των Νεοπλατωνικών και των Νεοπυθαγορείων ήταν διαρχικά συστήματα βασιζόμενα στην πίστη, και θεωρούσαν ότι η ύλη είναι κακό, το σώμα ένας τάφος και η σωτηρία έγκειται στην καθυπόταξη της σάρκας και στην ενατένιση εν καθαρότητι πνεύματος του Θεού, του μυστηριώδους Ενός, για τον οποίο η ανθρώπινη διάνοια δεν μπορεί να βεβαιώση τίποτε. 

Η φιλοσοφία αυτή δεν ήταν ασυμβίβαστη με τη λαϊκή θρησκεία. Το Υπερούσιον εθεωρείτο ότι εκδηλώνεται σε μία διαδοχή απορροών και στους αμύητους αποκαλύπτεται με τις αλληγορίες.


Έτσι, η στάση των μορφωμένων απέναντι στην πίστη του όχλου ήταν μάλλον μία στάση συγκαταβατικού σεβασμού. Ακόμη και οι πιο παιδαριώδεις μύθοι και οι πιο κτηνώδεις τελετουργίες, όχι μόνο της Ελλάδος και της Ρώμης, αλλά και των κατωτέρων πολιτισμών, εθεωρούντο θείας εμπνεύσεως. 

Για τον σοφό, που μπορούσε να εισδύση στο εσώτερο μήνυμά τους, ήταν αλληγορικές απεικονίσεις υπερτάτων αληθειών. Για τον αμαθή, που τους πίστευε κατά γράμμα, ήταν η πιο υψηλή μορφή της θείας αληθείας στην οποία μπορούσε να φθάση η τυφλωμένη από την ομίχλη του υλικού κόσμου ψυχή του. 

Ούτε ήταν ασυμβίβαστη η φιλοσοφία με την πίστη στην αστρολογία και τη μαγεία. Το σύμπαν εκινείτο σε μια μεγάλη αρμονία, και οι τροχιές του ηλίου, της σελήνης και των αστέρων ήταν μέρος της ίδιας τεράστιας κινήσεως όπως και οι ζωές των ανθρώπων. 

Ο σοφός, που είχε απελευθερωθή από τα δεσμά αυτού του υλιστικού σύμπαντος, μπορούσε με τις πνευματικές δυνάμεις του να υπερνικά καθαρά υλικά εμπόδια: οι πιο πολλοί από τους ξακουστούς φιλοσόφους της εποχής είχαν τη φήμη θαυματοποιών.


Στο κάτω άκρο της κλίμακος, οι χωρικοί και ο μεγάλος όγκος του αστικού προλεταριάτου, ιδίως στις μικρότερες πόλεις που ο χαρακτήρας τους ήταν κατ’ εξοχήν αγροτικός, πίστευαν σε ένα κυκεώνα από επιτόπιες λατρείες. Οι Αιγύπτιοι λάτρευαν τους ζωοκέφαλους θεούς τους, και τα ιερά ζώα ήταν αντικείμενο σεβασμού όσο ζούσαν, ενώ όταν ψοφούσαν βαλσαμώνονταν με επισημότητα. 

Στους πελώριους ναούς, πλήθη κεκαρμένων ιερέων με λευκά βαμβακερά ράσα τελούσαν πανάρχαιες ιερουργίες σε μια αρχαία γλώσσα που και οι ίδιοι μόλις καταλάβαιναν. Στη Συρία και στην καρχηδονιακή Βόρειο Aφρική, οι χωρικοί και οι κάτοικοι των μικρών πόλεων λάτρευαν ένα πλήθος από τοπικούς Βάαλ και Αστάρτες με οργιώδεις ιεροτελεστίες που έθιγαν τις χριστιανικές αντιλήψεις περί ηθικής. 

Η ιεροδουλεία στην Ηλιούπολη, και ιδιαίτερα στην Άφακα, που ο ποταμός τους κοκκίνιζε κάθε χρόνο από το αίμα του φονευθέντος Αδώνιδος, ανάγκασαν δικαιολογημένα τον Κωνσταντίνο να κλείση αργότερα τους δύο μεγάλους αυτούς ναούς. 

Προς βορράν βρισκόταν η Έμεσα, όπου οι άνθρωποι λάτρευαν μια πέτρα την οποία ο Θεός Ήλιος είχε στείλει από τον ουρανό, και η Δολίχη, κέντρο λατρείας άλλου μετεωρίτου λίθου, την οποία οι λεγεώνες είχαν φέρει στη Δύση, ως τα Βαλκάνια. 

Στη Mικρά Ασία, επικρατούσα μορφή κάτω από μία καταπληκτική ποικιλία ονομάτων Κυβέλη Πεσσινουντίτις, Μα των Κομάνων, Άρτεμις Εφεσία ήταν η Μεγάλη Μήτηρ και ο νεαρός γιος και σύζυγός της, που προς τιμήν τους οι έξαλλοι πιστοί αυτοευνουχίζονταν. 

Στους Θράκες λατρεύονταν έφιπποι πολεμικοί θεοί, και ακόμη δυτικότερα, στην Ιλλυρία, κύριο αντικείμενο λατρείας ήταν ο Ανίκητος Ήλιος. Στις κελτικές χώρες, επικρατούσε η λατρεία της φύσεως, και αντικείμενο σεβασμού ήσαν οι θεοί και οι θεές των πηγών, των ποταμών και των δασών, και πάνω απ’ όλα του ήλιου.

Η μάζα των χωρικών και των κατοίκων των μικρών πόλεων αντιλαμβάνονταν τους θεούς σαν τοπικούς ηγεμόνες, προστάτες του χωριού ή της πόλεως. Στην Αίγυπτο, κάθε επαρχία είχε τους δικούς της θεούς προστάτες, με τα αντίστοιχα ιερά ζώα, και ήταν συνηθισμένες οι άγριες ρήξεις, όταν οι κάτοικοι μιας επαρχίας που τιμούσε τον Σούχο και θεωρούσε ιερό τον κροκόδειλο σκότωνε ένα ιπποπόταμο, το τοτέμ μιας γειτονικής επαρχίας. 

Ακόμη και όταν ένας θεός ή θεά λατρευόταν σε μεγάλη περιοχή, συχνά προσδιοριζόταν με ένα τοπικό επίθετο και αποκτούσε μιά ιδιαίτερη τοπική προσωπικότητα. Η Άρτεμις των Εφεσίων, αν και ταυτιζόταν με την Αρτέμιδα της ελληνικής μυθολογίας, ήταν η ιδιαιτέρα προστάτις της Εφέσου και οι Εφέσιοι που βρίσκονταν μακριά από την πατρίδα τους αυτήν μάλλον τιμούσαν παρά την τοπική Αρτέμιδα. 

Αλλά στις πιο καλλιεργημένες τάξεις, οι τοπικοί θεοί ταυτίζονταν χωρίς περιορισμό, και συχνά πάνω σε ισχνότατες βάσεις, με τις μορφές του ελληνικού και ρωμαϊκού Πανθέου. Ήταν πλέον σύνηθες σε επιγραφές η τοπική θεότης να μεταμφιέζεται ως Ζεύς ή Juρiter, Αφροδίτη ή Νenus, Ηρακλής. 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πολυπληθείς και διαφορετικές λατρείες της αυτοκρατορίας δένονταν με κάποια χαλαρή φαινομενική ενότητα. Σε μερικούς, πιο καλλιεργημένους, κύκλους, η εξέλιξη αυτή του συγκρητισμού ήχθη στο λογικό της συμπέρασμα, και όλοι οι θεοί και οι θεές εθεωρούντο ως τοπικές εκδηλώσεις είτε του προτιμωμένου τους θεού ή ομάδος θεών, είτε, αν είχαν φιλοσοφικές τάσεις, του Αρρήτου Ενός.


Μεταξύ του φιλοσοφικού πανθεϊσμού της αριστοκρατίας και των τοπικών λατρειών της μεγάλης μάζας βρίσκονταν οι μυστηριακές θρησκείες. 

Ασκούσαν ιδιαίτερη επιρροή στον κοσμοπολιτικό πληθυσμό των μεγαλυτέρων πόλεων, στους δούλους και απελευθέρους που είχαν αποκοπή από την λατρεία του τόπου τους, στους εμπόρους και τους ναυτικούς που περνούσαν όλη τη ζωή τους ταξιδεύοντας από τόπο σε τόπο· επίσης, στην κοσμοπολιτική ατμόσφαιρα του στρατού και των δημοσίων υπηρεσιών, όπου αναμιγνύονταν άνθρωποι από τις πιο διαφορετικές χώρες.

 Η κύρια πελατεία τους ήταν οι αστικές μεσαίες και κατώτερες τάξεις. Ελάχιστα, αν όχι καθόλου, εισέδυσαν στις αγροτικές περιοχές, στα χωριά και στις μικρές πόλεις, που οι κάτοικοί τους στην πλειονότητά τους έμεναν ευχαριστημένοι με τους παραδοσιακούς τοπικούς θεούς τους. Απεναντίας, άσκησαν σημαντική έλξη στην αριστοκρατία, που δεν ικανοποιούνταν πια συναισθηματικά με το επίσημο πάνθεο και δεν έβρισκε αρκετή παραμυθία στη φιλοσοφία.


Ένα από τα διακριτικά γνωρίσματα αυτών των θρησκειών είναι, όπως το υπονοεί και το όνομά τους, ότι ήταν μυστικές. Οι ιεροτελεστίες τους και η θεολογία τους αποκαλύπτονταν μόνο στους μεμυημένους, συχνά βαθμιαία, κατά τα διαδοχικά στάδια της μυήσεως. Δεύτερο γνώρισμα ήταν το ενδιαφέρον τους για μια μέλλουσα ζωή. 

Όλες, με μεγαλύτερη ή μικρότερη αοριστία, εξασφάλιζαν στους μεμυημένους την μακαριότητα σε κάποιον πέραν του τάφου κόσμο. Όλες εξ άλλου προσπάθησαν μέχρις ενός βαθμού να ανακουφίσουν το αίσθημα της αμαρτίας. 

Πρόσφεραν τον εξαγνισμό, κατ’ αρχήν με ταμπού και τελετουργικές πράξεις, αν και οι περισσότερες περιελάμβαναν κάποια ηθική διδασκαλία. Όλες τους, άλλωστε, ήταν ανατολικής προελεύσεως και χρωστούσαν μεγάλο ποσοστό της επιτυχίας τους στο εξωτικό άρωμά τους και στη λάμψη της αρχαίας σοφίας που η κοινή πεποίθηση απέδιδε στην πανάρχαια Ανατολή.


Πρώτη εδραιώθηκε στη Δύση η λατρεία της Μεγάλης Μητρός της Πεσσινούντος και του συζύγου της Άττεως. Η μαύρη πέτρα, που ήταν το φετίχ της, συνοδευόμενη από Φρύγες ευνούχους ιερείς, μεταφέρθηκε με επισημότητα από την Πεσσινούντα στη Ρώμη, έπειτα από εντολή των Σιβυλλείων βιβλίων, κατά τις σκοτεινές ημέρες του δευτέρου Καρχηδονιακού πολέμου, όταν η επίσημη ρωμαϊκή θρησκεία απέτυχε να κατευνάση τη λαϊκή ανησυχία και απόγνωση. 

Η σύγκλητος, οπωσδήποτε, πτοήθηκε κάπως από τον βαρβαρικό και οργιαστικό χαρακτήρα των τελετουργιών και περιώρισε αυστηρά τη λατρεία αυτή στον ναό της, στον Παλατίνο λόφο. Η ευλάβεια του ρωμαϊκού λαού εκδηλωνόταν κατά τον δυτικό τρόπο, με ετήσιες αρματαδρομίες. 

Αλλά, κατά τη βασιλεία του Κλαυδίου, η απομόνωση έληξε και η λατρεία της Μεγάλης Μητρός άρχισε να απλώνεται στον λαό της Ρώμης, των ιταλικών και των επαρχιακών πόλεων, όπου περιβλήθηκε κάποιο γόητρο έναντι των άλλων ανατολικών θρησκειών, λόγω της επίσημης αναγνωρίσεώς της από το ρωμαϊκό κράτος.

Μπορούμε να αποκαταστήσωμε με κάποια ακρίβεια τις τελετές κατά τον μεγάλο ανοιξιάτικο εορτασμό της. Άρχιζε στις 15 Μαρτίου με μια πομπή των καλαμηφόρων, που γινόταν πιθανόν για να τιμηθή η ανεύρεση του Άττεως από τη θεά. Ο Άττις, όπως ο Μωυσής, είχε εγκαταλειφθή στους παρόχθιους καλαμιώνες ενός ποταμού, του φρυγικού Σαγγαρίου. 

Tην ημέρα εκείνη θυσιαζόταν ένας ταύρος. Ακολουθούσε μια εβδομάδα νηστείας. Κατόπιν κοβόταν και στολιζόταν το πεύκο που συμβόλιζε τον Άττι και ακολουθούσε μια ημέρα πένθους. 

Η επομένη, 24 Μαρτίου, ήταν η ημέρα του Αίματος, κατά την οποία οι πιστοί της θεάς, που με τη μουσική και τον χορό περιέρχονταν σε κατάσταση θρησκευτικής μανίας, ξέσκιζαν τις σάρκες τους με μαχαίρια και τέλος αυτοευνουχίζονταν μ’ έναν πυρόλιθο. Ακολουθούσε μια νύχτα αγρυπνίας και στις 25 εωρταζόταν με χαρούμενες εκδηλώσεις η ανάσταση του Άττεως. 

Τέλος, έπειτα από μία ημέρα αναπαύσεως, το άγαλμα της θεάς μεταφερόταν με επίσημη πομπή στη θάλασσα για να λουσθή. Αυτά έβλεπε ο αμύητος όχλος. Για όσους ήθελαν να εισχωρήσουν βαθύτερα στο απόκρυφο νόημα των ιεροτελεστιών, υπήρχε ένας Μυστικός Δείπνος, όπου οι πιστοί «έτρωγαν από το τύμπανο και έπιναν από το κύμβαλο και γίνονταν μύστες του Άττεως». 

Η Ίσις με τον σύζυγό της τον Όσιρι και τον γιο τους τον Ώρο έφθασαν αργότερα στη λατινική Δύση. Στην αρχή απαγορεύτηκαν από τη ρωμαϊκή κυβέρνηση, αλλά κατόπιν ο Καλλιγούλας τους αναγνώρισε επισήμως. Η λατρεία τους ήταν ένα κράμα ελληνικών και αιγυπτιακών στοιχείων. 

Η καλλιτεχνική απεικόνιση της Τριάδος, με τελείως ανθρώπινη μορφή, ο γενειοφόρος πατέρας, και η μητέρα με το βρέφος, ήταν ελληνική. Αντίθετα, οι ναοί της Ίσιδος θύμιζαν λίγο-πολύ τους αιγυπτιακούς, και οι ιερείς της ήσαν ντυμένοι κατά τον αιγυπτιακό τρόπο και χρησιμοποιούσαν τα σείστρα. 

Οι ιεροτελεστίες φαίνεται ότι γίνονταν ελληνικά, αλλά ήταν επανάληψη του καθημερινού τυπικού που ίσχυε στους αιγυπτιακούς ναούς – την αυγή άνοιγε το ιερό, η θεά πλενόταν και ντυνόταν, κ.ο.κ. ως τη δύση του ηλίου, οπότε έκλεινε το ιερό.

 Ο κύριος ετήσιος εορτασμός γινόταν το φθινόπωρο, και συμβόλιζε με δραματική μορφή τον θάνατο και τον διαμελισμό του Οσίριδος από τον Τυφώνα, τις προσπάθειες της Ίσιδος να βρη το διαμελισμένο πτώμα του και την ανάσταση του Σεράπιδος. Το βαθύτερο νόημα των ιεροτελεστιών και των μύθων αυτών αποκαλυπτόταν μόνο κατά στάδια στους πιστούς που είχαν περάσει τους τρεις βαθμούς της μυήσεως.


Η τρίτη και πιο πρόσφατη λατρεία ήταν του περσικού Μίθρα, που επί πολύ επιχωρίαζε στην ανατολική Μικρά Ασία. Φαίνεται ότι για πρώτη φορά μετανάστευσε προς τα δυτικά, στα τέλη του πρώτου μ.Χ. αιώνος. Ο Μίθρας ήταν ο Θεός του ουρανίου φωτός, συχνά ταυτιζόμενος με τον ήλιο, πρόμαχο της δικαιοσύνης και της αλήθειας κατά των σκοτεινών δυνάμεων του κακού.

 Το κύριο περιστατικό της σταδιοδρομίας του, το οποίο αποτελεί και το θέμα των περισσοτέρων μιθραϊκών γλυπτών, ήταν η σφαγή του ταύρου που από το πτώμα του γεννήθηκε όλο το χρήσιμο στον άνθρωπο φυτικό και ζωικό βασίλειο. Ο πιστός περνούσε από επτά στάδια μυήσεως και γινόταν διαδοχικά κόραξ, κρύφιος, στρατιώτης, λέων, Πέρσης, ηλιοδρόμος και πατήρ. 

Οι ιεροτελεστίες, που γίνονταν σε σπήλαια ή κρύπτες, περιελάμβαναν έναν Μυστικό Δείπνο με άρτον και οίνον και, το Ταυροβόλιον, όπου ο πιστός, χωμένος μέσα σε ένα λάκκο του δαπέδου, κυριολεκτικά λουζόταν με το αίμα ενός ταύρου που σφαζόταν σε μία σχάρα από πάνω του, και έτσι αποκτούσε τη ζωτική δύναμη του ταύρου τον οποίο είχε σφάξει ο Μίθρας για το καλό της ανθρωπότητος. Η ιεροτελεστία αυτή έγινε πολύ δημοφιλής και συσχετίσθηκε με τη λατρεία της Μεγάλης Μητρός.

Μερικά γενικά χαρακτηριστικά της περιόδου πρέπει να τονισθούν ιδιαίτερα. Πρώτα-πρώτα, ήταν μια εποχή έντονα θρησκευτική. Έξω από ένα μικρό κύκλο Επικουρείων, ο ορθολογισμός ή ο σκεπτικισμός ήταν ανύπαρκτοι. Όλοι, από τον πιο μορφωμένο διανοούμενο ως τον πιο απαίδευτο χωρικό και εργάτη, πίστευαν αδιάσειστα στην ύπαρξη υπερφυσικών δυνάμεων και στο ενδιαφέρον τους για τα ανθρώπινα πράγματα. 

Οι άνθρωποι πίστευαν ότι η καλή ή κακή τύχη εξαρτιόταν από το αόρατο και προσπαθούσαν, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τους και τις δοξασίες τους, να μαντέψουν το αναπόφευκτο μέλλον, να επηρεάσουν το υπερφυσικό με τη μαγεία, να εξευμενίσουν την οργή των θεών ή να κερδίσουν την εύνοιά τους ή να επικοινωνήσουν με το θείο που θα τους λύτρωνε από τα επίγεια δεινά.


Εξ άλλου, η θρησκεία της εποχής ήταν σε μεγάλο βαθμό αδιάφορη για τα εγκόσμια, μια θρησκεία φυγής. Έχοντας χάσει την ελπίδα ότι θα βρουν σ’ αυτή τη ζωή την προσωπική ευτυχία ή ότι θα θριαμβεύση επί της γης η ειρήνη, η δικαιοσύνη και η ευημερία, οι άνθρωποι έστρεφαν τις σκέψεις τους σε μια μέλλουσα ζωή πέραν του τάφου, ή σε μία πνευματική ζωή μακριά από τον υλικό κόσμο. 

Κεντρική ιδέα των μυστηριακών θρησκειών ήταν, όπως παραπάνω καταδείχτηκε, η αναζήτηση της βεβαιότητος για την μετά θάνατο ζωή. Όπως ο Άττις σφαγιάστηκε και αναστήθηκε, έτσι και όσοι έρχονταν σε μυστική επικοινωνία μαζί του και μάθαιναν τα μυστικά του θα ζούσαν μακάριοι μετά τον επίγειο θάνατο. Όπως ο Όσιρις διαμελίσθηκε και ξαναζωντάνεψε, έτσι και όσοι κατακτούσαν την αρχαία γνώση της Αιγύπτου θα αποκτούσαν το παρασύνθημα για το υπερπέραν. 

Όσες ψυχές είχαν εξαγνισθή με τα μυστήριά του, ο Μίθρας θα τις οδηγούσε μέσα από τις επτά πλανητικές σφαίρες στον ύψιστο ουρανό, όπου θα ζούσαν στο αιώνιο φως. 

Στους φιλοσοφικούς κύκλους υπήρχε μια ισχυρή τάση να θεωρήται ο υλικός κόσμος ως εκ γενετής κακός, και το σώμα «μανδύας σκότους, ιστός αγνοίας, στύλος κακού, δεσμά διαφθοράς, ζων θάνατος, ενσυνείδητον πτώμα, κινούμενος τάφος». 

Οι μεμυημένοι του αναζητούσαν να λυτρωθούν από τα δεινά του κόσμου με την ενόραση και την επικοινωνία με το Άρρητον Έν.

Τούτο δεν σημαίνει ότι η θρησκεία ή η φιλοσοφία δεν προσέφεραν πρακτική ηθική διδασκαλία. Οι φιλόσοφοι εδίδασκαν ότι η ψυχή πρέπει να απαλλαγή από τις σαρκικές επιθυμίες και τα πάθη της με την ενάσκηση της αρετής, για να επιτύχη την αγνότητα που απαιτείται για την ενόραση του θείου. 

Tο δόγμα του Μιθραϊσμού ήταν ότι το Σύμπαν είναι πεδίον μάχης των δυνάμεων του Φωτός και του Σκότους, του Κακού και του Καλού, και οι πιστοί του Μίθρα πρέπει να λάβουν μέρος στη μάχη του για να ενωθούν μαζί του. Στη θρησκεία της Ίσιδος, επίσης, εζητείτο από τους πιστούς ηθική αγνότης, αν ήθελαν να ελπίζουν ότι θ’ αθωωθούν στην πέραν του τάφου κρίση και θα επιτύχουν την αιωνία μακαριότητα. 

Αλλά, αν εξαιρέσουμε ίσως τον Μιθραϊσμό, η ηθική αντιμετωπιζόταν σαν μέριμνα του ατόμου, ένα μέσον εξαγνισμού της ψυχής του και προσωπικής κατακτήσεως του πλήρους φωτισμού ή της μελλοντικής μακαριότητος. Ούτε η φιλοσοφία, ούτε η θρησκεία ενδιαφέρονταν καθόλου για την κοινωνική δικαιοσύνη ή είχαν καμμία ελπίδα, ή έστω και επιθυμία, να επανορθώσουν τα δεινά του κόσμου.

Η ειδωλολατρία ήταν υποτυπωδώς ωργανωμένη και σε πολύ μεγάλη έκταση δεν διέθετε επαγγελματικό ιερατείο. Οι θρησκείες συντηρούνταν από το ρωμαϊκό κράτος, από τις πόλεις, τα χωριά και από ιδιωτικούς «θιάσους». Tο ρωμαϊκό κράτος ασκούσε με τους άρχοντές του και τους επισήμους ιερείς του τη λατρεία των ρωμαϊκών θεών. 

Ασκούσε επίσης μια αστυνομική εποπτεία πάνω σε όλες τις θρησκείες ρυθμίζοντας ή απαγορεύοντας εκείνες που έκρινε εχθρικές στα υλικά, ηθικά ή πνευματικά συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Αλλά πέρα από αυτόν τον αρνητικό και πολύ χαλαρό έλεγχο, η κεντρική εξουσία δεν παρενέβαινε. 

Οι περισσότερες τοπικές λατρείες συνετηρούντο από τις πόλεις της αυτοκρατορίας, που διώριζαν τους ιερείς τους, και τις χρηματαδοτούσαν είτε από τις προσόδους της πόλεως είτε από ειδικά ιερά ταμεία και δωρεές. 

Τα χωριά ομοίως είχαν συχνά τους δικούς τους ναούς και τους ιερείς τους. Οι μυστηριακές θρησκείες στηρίζονταν στο εκκλησίασμα. Ένας αριθμός πιστών συγκροτούσε σωματείο, εξέλεγε τους ιερείς του και με συνδρομές συντηρούσε τη λατρεία του.

Επαγγελματικό ιερατείο υπήρχε στην Αίγυπτο. Ήταν σώμα κληρονομικό και ένας υπάλληλος της ρωμαϊκής κυβερνήσεως ρύθμιζε την ανανέωσή του, εξετάζοντας εξονυχιστικά το γενεαλογικό δέντρο και την σωματική ικανότητα των υποψηφίων καθώς και τις γνώσεις τους στα ιερογλυφικά. 

Επιθεωρούσε επίσης τους ναούς για να βεβαιώνεται ότι η λατρεία ασκείται κατά τον πρέποντα τρόπο και ότι οι ιερείς αφιερώνουν όλο τον χρόνο τους στα ιερά τους καθήκοντα και τηρούν τους κανόνες του σχήματός τους, όπως το να ξυρίζουν το κεφάλι και να φορούν το λινό ράσο. 

Είναι πιθανόν ότι, στη λατρεία της Ίσιδος που είχε εξαπλωθή σε όλη την αυτοκρατορία, το ιερατείο ήταν επίσης επαγγελματικό, αφού διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να τελούνται οι περίπλοκες καθημερινές ιεροτελεστίες, αλλά τίποτα δεν μας βεβαιώνει ότι οι ιερείς ανήκαν στην αιγυπτιακή ιερατική κάστα. 

Είναι πιθανόν ότι και άλλοι ανατολικοί ναοί εξυπηρετούντο από επαγγελματίες ιερείς, και ότι οι ανατολικές θρησκείες που εξαπλώθηκαν στη Δύση, όπως ο Μιθραϊσμός, απαιτούσαν τις ολοήμερες υπηρεσίες τακτικού κλήρου. Αλλά ακόμη και στις ευρύτατα διαδομένες λατρείες, όπως της Ίσιδος και του Mίθρα, δεν υπήρχε κεντρική αρχή η οποία να διαμορφώνη το δόγμα, να ρυθμίζη το τυπικό ή να επικυρώνη την εκλογή των ιερέων. 

Στις περισσότερες τοπικές λατρείες, οι τοπικοί προύχοντες συγκροτούσαν το ιερατείο και συνδύαζαν ή εναλλάσσανε τα θρησκευτικά τους καθήκοντα με άλλα δημόσια αξιώματα. Οι περισσότεροι ιερείς εκλέγονταν από το συμβούλιο της πόλεως, είτε, όπως στα περισσότερα αξιώματα, για έναν χρόνο, είτε ισοβίως, σαν τιμητική διάκριση. Μερικές ιερατικές θέσεις, που απέφεραν σημαντικές προσόδους, εκπλειστηριάζονταν. Ελάχιστες ανήκαν κληρονομικά στην οικογένεια του ιδρυτή της λατρείας.


Μολονότι ανολοκλήρωτη και ανοργάνωτη, η ειδωλολατρία είχε εισδύσει παντού. Η θρησκεία είχε συνυφανθή με την δημόσια και κοινωνική ζωή. Οι σύνοδοι της ρωμαϊκής Συγκλήτου άρχιζαν με την καύση λιβανωτού στον βωμό της Νίκης και είναι πιθανόν ότι και οι συνεδριάσεις των συμβουλίων των πόλεων άρχιζαν με κάποια ιεροτελεστία. 

Οι άρχοντες έπρεπε ανάμεσα στ’ άλλα καθήκοντά τους να προσφέρουν θυσίες στους θεούς εξ ονόματος της πόλεως και να παίρνουν μέρος σε λιτανείες και θρησκευτικούς εορτασμούς. Ουσιαστικά, όλα τα δημόσια θεάματα ήταν εορτές προς τιμήν των θεών, και οι θεατρικές παραστάσεις, οι αθλητικοί αγώνες και οι αρματαδρομίες άρχιζαν με προσευχές και θυσίες. Όλη η παιδεία βασιζόταν στη μελέτη των αρχαίων ποιητών και η ειδωλολατρική μυθολογία προσέφερε τα θέματα των εκθέσεων.


Ο Χριστιανισμός κατά πολλούς τρόπους έμοιαζε με τις μυστηριακές θρησκείες. Οι Χριστιανοί είχαν τον Σωτήρα Θεό τους, που είχε πεθάνει και είχε αναστηθή. Είχαν τους βαθμούς μυήσεως στα μυστήριά Του και είχαν τον δικό τους Μυστικό Δείπνο, όπου ο εσωτερικός κύκλος των μυστών επικοινωνούσε μαζί Του. Όπως και οι άλλες λατρείες, ωργανώθηκαν και αυτοί σε ενορίες, και συντηρούσαν με συνδρομές τους ιερείς τους. 

Η θρησκεία τους, επί πλέον, απευθυνόταν στα ίδια κοινωνικά στρώματα, όπως και οι άλλες μυστηριακές λατρείες, στην αστική, μεσαία και κατώτερη τάξη. Και αυτή επίσης ελάχιστα συγκίνησε τις αγροτικές μάζες. Στις ανώτερες τάξεις είχε σημειώσει λιγώτερη πρόοδο από τις άλλες μυστηριακές λατρείες.

Αλλά είχε και μια μεγάλη διαφορά από τις άλλες λατρείες. Οι πιστοί του Χριστιανισμού αρνούνταν να προσκυνήσουν άλλους θεούς και μάλιστα τους απεχθάνονταν σαν δαίμονες. Από δω προήλθε η αποκλειστικότης τους και η προσήλωση στην ομάδα τους. 

Δεν παρακολουθούσαν τις δημόσιες εορτές, τις αθλητικές συναντήσεις ή τις θεατρικές παραστάσεις. Ακόμη δεν τους άρεσε και να τρώνε έξω από το σπίτι τους, αφού τα περισσότερα κρέατα στα μαγαζιά προέρχονταν από ζώα που είχαν θυσιασθή στους θεούς.

 Αποφεύγανε να καταταγούν στο στρατό, είτε γιατί στην εκτέλεση των στρατιωτικών καθηκόντων τους θα αναγκάζονταν να πάρουν μέρος σε ειδωλολατρικές εορτές είτε γιατί, σαν στρατιώτες του Κυρίου, δεν μπορούσαν να πειθαρχήσουν σε μία εξουσία που κάποτε εξομοιωνόταν με τον Άρχοντα του Σκότους. 

Για τούς ίδιους λόγους οι πλουσιώτεροι πιστοί αρνούνταν ν’ αναλάβουν αξιώματα στις πόλεις ή να γίνουν μέλη του συμβουλίου και να συνεισφέρουν για τις ανάγκες της πόλεως.


Στραμμένες αποκλειστικά στον εαυτό τους, οι χριστιανικές κοινότητες αναπτύξανε ένα ισχυρότατο esρrit de cοrps και μια σφιχτοδεμένη αν και εύκαμπτη οργάνωση.

 Οι πιστοί της κάθε πόλεως, οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοί τους βρίσκονταν υπό την απόλυτη εξουσία ενός επισκόπου ο οποίος εκλεγόταν ισοβίως με μία μάλλον πολύπλοκη διαδικασία, που συνδύαζε την έγκριση τόσο του κλήρου όσο και του ποιμνίου της πόλεως και την συναίνεση των γειτονικών επισκόπων, ένας από τους οποίους τουλάχιστον έπρεπε να μεταβιβάση στον υποψήφιο την δική του θεία χάρη. 

Οι εκκλησίες των διαφόρων πόλεων διατηρούσαν πάντα στενή επαφή μεταξύ τους με αλληλογραφία και, σιγά-σιγά, επικράτησε η συνήθεια να διευθετούνται οι δογματικές και πειθαρχικές διαφορές με συνόδους επισκόπων.


Από την αρχή οι Χριστιανοί, όπως και οι Εβραίοι με τους οποίους τόσο έμοιαζαν, ήταν αντιπαθείς στους ειδωλολάτρες. Τους κατηγορούσαν ως αθέους και προδότας της αυτοκρατορίας, αλλά προ παντός τους μισούσαν σαν παράξενους ανθρώπους, που δεν έπαιρναν μέρος στην κοινωνική ζωή, παρά έμεναν κλεισμένοι στον εαυτό τους. 

Και εφ’ όσον ήταν αντιπαθείς, η κοινή γνώμη πίστευε ότι επιδίδονταν σε ακολασίες στις μυστικές τους «εορτές της αγάπης» και ότι έκαναν αποτρόπαιες τελετουργίες θυσιάζοντας παιδιά. Μήπως τα ιερά τους βιβλία δεν τους παρότρυναν να «φάγουν την σάρκα του Υιού του Ανθρώπου και να πίουν το αίμα Του»;


Αντίθετα από τους Εβραίους, οι Χριστιανοί πολύ γρήγορα και για λόγους που μένουν σκοτεινοί επισύρανε την εχθρότητα της αυτοκρατορικής κυβερνήσεως. Οι δύο θρησκείες είχαν εξ ίσου απαράδεκτα κοινά χαρακτηριστικά, αλλά στα μάτια των ρωμαϊκών αρχών υπήρχε μία σημαντική διαφορά. 

Οι Εβραίοι ήταν ένας λαός που ακολουθούσε τις παραδόσεις και τη θρησκεία των προγόνων του, και πολύ νωρίς, όταν αποτελούσαν ακόμη πολιτική οντότητα, είχαν αποσπάσει από τη Ρώμη τη νομική αναγνώριση των παράξενων εθίμων τους. 

Λόγω του μεγάλου σεβασμού τους για τα πατρογονικά έθιμα και του νομικού προηγουμένου, οι Ρωμαίοι ανέχονταν τους Εβραίους, τους παρείχαν ακόμη και προνόμια. Οι Χριστιανοί, όμως, ήταν καινοτόμοι, δημιουργούσαν μία νέα θρησκεία, που ήταν ανεπιθύμητη και μόνο εξ αιτίας του γεγονότος ότι λάτρευε έναν εγκληματία ο οποίος νομίμως εξετελέσθη από ένα Ρωμαίο διοικητή.

 Η κυβέρνηση γενικά αποστρεφόταν τις καινούργιες λατρείες γιατί είχαν την τάση να προκαλούν πολιτικές αναταραχές και συχνότατα εισηγούντο ανήθικα έθιμα. Ιδιαίτερα η θρησκεία αυτή προξενούσε πάντοτε οχλαγωγίες και υπήρχε γι’ αυτήν η σοβαρή υποψία της ανηθικότητος. Οποιοσδήποτε και αν ήταν ο λόγος, στις αρχές του 2ου αιώνος, οι Χριστιανοί που, έπειτα από σχετική προειδοποίηση, εμμένανε στη θρησκεία τους, αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο να καταδικαστούν με την ποινή του θανάτου.

Πάντως, στις αρχές, η αυτοκρατορική κυβέρνηση δεν πήρε δραστικά μέτρα εναντίον της νέας λατρείας. Tο έργο της καταγγελίας των Χριστιανών αφέθηκε στους καταδότες, και τα καταπιεστικά μέτρα ήταν μόνο σποραδικά και εφαρμόζονταν κατά τόπους, συνήθως από την πίεση της κοινής γνώμης. Γιατί στις ιθύνουσες τάξεις, κατά τους δύο πρώτους αιώνες, επικρατούσε κυρίως ο αγνωστικισμός και οπωσδήποτε δεν έπαιρναν τη θρησκεία πολύ στα σοβαρά. 

Αλλά καθώς στα τέλη του 3ου αιώνος αυξήθηκε η θρησκευτικότης σε όλες τις τάξεις, και καθώς απαίδευτοι άνθρωποι με ισχυρές θρησκευτικές πεποιθήσεις ανέρχονταν από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα σε μεγάλα διοικητικά ή στρατιωτικά αξιώματα, ακόμη και στο θρόνο, η διάθεση της κυβερνήσεως άλλαξε.
 Οι εμφύλιοι πόλεμοι και οι βαρβαρικές επιδρομές, οι λιμοί και οι λοιμοί ήταν αλάθευτο σημάδι ότι οι θεοί ήταν ωργισμένοι με την αυτοκρατορία. Και δεν ήταν δύσκολο να βρεθή η αιτία της οργής τους· ο αριθμός των αθέων που αρνούνταν να τους προσκυνήσουν ολοένα μεγάλωνε.


Ο αυτοκράτωρ Δέκιος έκανε στα 250 την πρώτη συστηματική προσπάθεια να επιβάλη την προσκύνηση των θεών κι έτσι να ξερριζώση τον Χριστιανισμό. Κατόπιν διαταγής του, όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας έπρεπε να προσφέρουν θυσίες στους θεούς ενώπιον των αρχών και να πάρουν το σχετικό πιστοποιητικό. 

Η φαινομενική επιτυχία του μέτρου ήταν εντυπωσιακή. Χιλιάδες Χριστιανών, ιδίως στις ανώτερες τάξεις, που δυσκολώτερα θα παρέκαμπταν τη διαταγή, υπέκυψαν. Αλλά πάρα πολλοί κρύφτηκαν, και σημαντικός αριθμός περιφρόνησε την κυβέρνηση, αντιμετωπίζοντας θαρραλέα τη φυλακή, τα βασανιστήρια και τον θάνατο.

 Το θάρρος των ομολογητών και των μαρτύρων αύξησε τον ενθουσιασμό των Χριστιανών και εντυπωσίασε τους ειδωλολάτρες, και μόλις ο διωγμός χαλάρωσε, όσοι είχαν απαρνηθή την πίστη τους, ζητούσαν από τους επισκόπους να γίνουν πάλι δεκτοί. Επτά χρόνια αργότερα, ο αυτοκράτωρ Βαλεριανός ανανέωσε την επίθεση πάνω σε άλλη γραμμή. 

Διέταξε τη σύλληψη των μελών της τάξεως των συγκλητικών και των ιππέων και των αυτοκρατορικών απελευθέρων που αρνούνταν να θυσιάσουν, ενώ εκτόπισε στην αρχή και αργότερα θανάτωσε όλους τους επισκόπους και ιερείς και απαγόρευσε τις θρησκευτικές συναθροίσεις. 

Αλλά σε λίγο ο Βαλεριανός αιχμαλωτίστηκε από τους Πέρσες και ο γιός του Γαλλιηνός όχι μόνο απελευθέρωσε τους κληρικούς αλλά απέδωσε στην Εκκλησία τα κτίρια και τα κοιμητήριά της. Κατά τα σαράντα επόμενα χρόνια, η Εκκλησία απήλαυσε σχεδόν αδιάκοπη ειρήνη. Οι προσήλυτοι συνέρρεαν και στις μεγάλες πόλεις κτίστηκαν ευρύχωρες εκκλησίες, στα πιο περίοπτα μέρη. 

Η παλιά νοοτροπία της κάστας άρχισε να χαλαρώνη. Γνωρίζομε για ένα Χριστιανό που, για λόγους συνειδήσεως, αρνήθηκε να υπηρετήση όταν εκλήθη κατά την επιστράτευση του Διοκλητιανού και για δύο-τρεις στρατιώτες που αρνήθηκαν να πειθαρχήσουν. Αλλά ο ανθύπατος που αντιμετώπισε την πρώτη περίπτωση απέδειξε στον νεαρό νεοσύλλεκτο ότι στον αυτοκρατορικό στρατό, υπήρχαν ήδη πολλοί Χριστιανοί. 

Καθώς ο Χριστιανισμός εισέδυε στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, οι αντιρρήσεις για την ανάληψη αξιωμάτων άρχισαν να παραμερίζονται και, τις παραμονές του μεγάλου διωγμού, μία σύνοδος Ισπανών επισκόπων ώρισε υπό ποίους όρους μπορούσαν οι Χριστιανοί να καταλάβουν δημοτικά αξιώματα και να γίνουν επαρχιακοί αρχιερείς της αυτοκρατορικής λατρείας – ένδειξη του πόσο κοσμική είχε γίνει αυτή η λατρεία. 

Οι Χριστιανοί γίνονταν έπαρχοι και βρέθηκαν ακόμη να κατέχουν υψηλές θέσεις στην αυτοκρατορική αυλή. Και καθώς η κλειστή νοοτροπία των Χριστιανών εξέλιπε, άρχισε να φθίνη και η προκατάληψη των ειδωλολατρών. Στον τελευταίο διωγμό, την πρωτοβουλία την είχε η κυβέρνηση, ενώ το κοινό φαίνεται ότι έμενε απαθές και ακόμη ότι, πότε-πότε, αγανακτούσε με τη βιαιότητα των αρχών.

Σ’ αυτή την περίοδο επίσης, η Εκκλησία ολοκλήρωσε την οργάνωσή της. Καθιερώθηκε η συνήθεια οι επίσκοποι μιας επαρχίας να συναντώνται τακτικά στην πρωτεύουσά της, τη μητρόπολη. Ο επίσκοπος της πρωτεύουσας, ο μητροπολίτης, που προήδρευε αυτής της συγκεντρώσεως, απέκτησε έτσι κάποια πρωτεία και την αξίωση να εξουσιάζη τους γείτονές του. 

Η εκκλησιαστική οργάνωση έτεινε να συμβαδίζη με την πολιτική, και όταν ο Διοκλητιανός συγκέντρωσε τις επαρχίες σε «διοικήσεις», οι πόλεις στις οποίες εγκαταστάθηκαν οι βικάριοι έγιναν τα φυσικά κέντρα για ευρύτερες συνόδους και οι επίσκοποί τους απέκτησαν μια κάποια εξουσία πάνω στους άλλους μητροπολίτες της διοικήσεως. 

Η Καρχηδών αναγνωρίστηκε εκκλησιαστική πρωτεύουσα της Αφρικής και η Αντιόχεια της Ανατολής, εκτός της Αιγύπτου, όπου η Αλεξάνδρεια κατείχε εξέχουσα θέση· γιατί, κατ’ αναλογία με το συγκεντρωτικό σύστημα που, έως τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού, επικρατούσε στην πολιτική διοίκηση, ο επίσκοπός της διώριζε όλους τους επισκόπους της χώρας.

 Η Ρώμη ασκούσε παρόμοια εξουσία στη γειτονική διοίκηση της νοτίου Ιταλίας και των νήσων· από παλιά, είτε σαν πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας είτε σαν έδρα του Πέτρου, είχε κάποια ακαθόριστα πρωτεία σε όλο τον ρωμαϊκό κόσμο.

από το Άρδην τ. 65, Ιούνιος – Ιούλιος 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου