Στο κίνημα των Αγανακτισμένων της πλατείας Συντάγματος, το Άρδην δεν βρισκόταν ούτε στην κάτω, ούτε στην πάνω πλατεία. Βρισκόταν στην γωνία. Η σημειολογία της θέσης του ήταν πολύ ξεκάθαρη: Ένα ‘ανάδελφο’ ιδεολογικό-πολιτικό ρεύμα, όπου την ώρα που οι πλείστες όσες αντιμνημονιακές συσσωματώσεις, πατριωτικές και εθνομηδενιστικές, μιλούσαν για την ‘αγωνιστική άνοιξη’ της ελληνικής κοινωνίας, εκείνο μιλούσε και αγωνιζόταν ενάντια στην παρακμή.
Πραγματικά, ήταν, σαν να έπαιρνε κανείς φόρα και να συγκρούεται με ένα τοίχο: Μπορεί η διάκριση της πάνω με την κάτω πλατεία να είχε να κάνει με το εθνικό ζήτημα (η ελληνική σημαία κατέληξε ποινικοποιημένη στην κάτω πλατεία, καθώς τον έλεγχο της σύντομα είχε περάσει στα χέρια της εθνομηδενιστικής αριστεράς και των αντιεξουσιαστών), ωστόσο αμφότεροι οι πόλοι της πλατείας Συντάγματος μοιράζονταν κάτι κοινό: Αμφισβητούσαν την πραγματικότητα της χρεοκοπίας, την εξάντληση του ελληνικού παρασιτικού μοντέλου, και θεωρούσαν ότι η κρίση ήταν κατασκευασμένη από τους δανειστές/δυνάστες προκειμένου να απομυζήσουν τον πλούτο της ελληνικής κοινωνίας. Με λίγα λόγια, και πέρα από τον εθνομηδενισμό, το στοιχείο που ενοποιούσε την πάνω με την κάτω πλατεία ήταν το… «παλαιόν πασόκ το ορθόδοξο» που λέει και στο Facebook: Η κυριαρχία του πολύ χαρακτηριστικού τύπου νεοέλληνα που έψαχνε εν έτει 2010 και μέσα στις δίνες της ελληνικής χρεοκοπίας τον δικό του «Τσοβόλα» ώστε «να τα δώσει όλα».
Η ανάδυση του Τσίπρα και του Καμμένου στην εξουσία το 2015, ήταν το πολύ φυσικό επακόλουθο αυτής της πολιτισμικής κυριαρχίας του νεοέλληνα στις πλατείες του 2010. Η δε πορεία που διέγραψε αυτό το εγχείρημα διακυβέρνησης μας λέει πολλά για τους πολιτικούς ορίζοντες του ίδιου του νεοέλληνα: Από τις γελοιότητες του τύπου ‘γκόμπακ ΜαντάΜέρκελ’ που ξεστόμιζε ο Τσίπρας με αγγλικά επιπέδου καμακιού στα ελληνικά νησιά του 1980, και τις δηλώσεις ότι θα παίζει νταούλι και θα χορεύουν, έφτασε να είναι το… κουταβάκι της ίδιας της Μέρκελ, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές του ξένου παράγοντα.
Έτσι μέσα από μια αλληλουχία αλυσιδωτών γεγονότων οι «πλατείες» του 2010, αν και με τις ελληνικές σημαίες, οδήγησαν στις Πρέσπες του 2018. Ίσχυσε μεν η περίφημη ετερογονία των σκοπών, ωστόσο δεν ήταν μόνο αυτό· στην πολιτική και την κοινωνία, δεν γίνονται θαύματα, ούτε οι κινητοποιήσεις φέρουν μαγικό ραβδί: Ο διαδηλωτής του 2010, ήταν ο ίδιος άνθρωπος που ιδιώτευε καταναλωτικώς σαν να μην υπάρχει αύριο το 1999-2008, την περίοδο που μειοψηφούντες, αλλά και δακτυλοδεικτούμενοι ως γραφικοί λέγαμε ότι η χώρα βαδίζει σε καταστροφικό μονοπάτι μιας επίπλαστης και εθνομηδενιστικής ευημερίας.
Πώς άραγε αυτή η φιγούρα της παρακμής θα μπορούσε κινητοποιούμενη να δώσει λύση στο αδιέξοδο της χώρας; Αυτό αναρωτιόμαστε στις προκηρύξεις που μοιράζαμε στην πλατεία Συντάγματος, και ζητούσαμε μια βαθιά επανάσταση πνεύματος και πολιτισμού ως προϋπόθεση για την θετική επίδραση της κινητοποίησης στη χώρα. Κάτι που για την κυρίαρχη πολιτική φιγούρα των κινητοποιήσεων, ας τους ονομάσουμε Τσιπροκαζάκηδες, μύριζε… ‘συνθηκολόγηση με τους γερμανοτσολιάδες’ και καταγγέλλονταν ως ανασχετικό της ανατρεπτικής ορμής των πλατειών. Η πολιτιστική και πνευματική αναγέννηση ήταν κάτι πολύ «λίγο» σε σχέση με την… δραχμή, την ανατροπή της γερμανικής Ευρώπης, την κατάληψη της εξουσίας.
Ανέλαβαν, λοιπόν, εκείνοι να απαντήσουν στο ερώτημα περί παρακμής που η ίδια η πραγματικότητα έθεσε τότε στην Ελλάδα, και απάντησαν με τα πεπραγμένα της διακυβέρνησης του 2015-2020: Ο εθνικός πλούτος εκποιήθηκε, το τραπεζικό σύστημα εκχωρήθηκε στους ξένους, οι λαϊκές τάξεις καθηλώθηκαν στα… Λίντλ και λουμπενοποιήθηκαν με καταναλωτικά επιδόματα. Και την ίδια στιγμή, αντιμετωπίσαμε μια μεγάλη εθνική ήττα με την Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ η πολιτική των ανοιχτών συνόρων έδωσε την δυνατότητα στην Τουρκία να εργαλειοποιήσει το μεταναστευτικό και το προσφυγικό ξεκινώντας την επιχείρηση διάρρηξης της εθνικής και πολιτισμικής συνοχής της Ελλάδας. Η πολιτική δεν κρίνεται βάσει των προθέσεων, αλλά εκ του αποτελέσματος. Και το ιστορικό αποτέλεσμα της δράσης του ψευδοριζοσπαστισμού ήταν εξόχως αρνητικό, στον αντίποδα των ίδιων του των διακηρύξεων.
Όλα αυτά θα ήταν (ευτυχώς) περασμένα σήμερα, μιας και αν κάτι το εντυπωσιακό διακρίνει την ελληνική κοινωνία είναι η ανθεκτικότητά της, η ικανότητα που έχει να απορροφάει κρίσεις, και καταστάσεις που για τις κοινωνίες της υπόλοιπης Ευρώπης θα ήταν άκρως καταστροφικές. Σε αυτό το επίπεδο επιβιώνει η αντιστασιακή ταυτότητα των Ελλήνων. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο ψυχρό επεισόδιο διαρκείας που αντιμετωπίζουμε με την Τουρκία, δεν πανικοβάλλεται κανείς. Αντιθέτως, μέρα με την ημέρα η κοινωνία συνειδητοποιεί και αποδέχεται την πραγματικότητα της αντιπαράθεσης γυρεύοντας μιαν απάντηση αξιοπρέπειας, και δεν τρέχει πανικόβλητη στα σούπερ μάρκετ για προμήθειες, όπως στα Ίμια του 1996. Αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά και επίσης, η οριστική εγκατάλειψη ενός πολιτικού στυλ τύπου «ψάχνω σωτήρα»/«κοροϊδεύομαι από δημαγωγίες», και όχι ο ψευδοριζοσπαστισμός υπήρξαν τα πραγματικά κέρδη της κοινωνικής συνείδησης στην κατά τα άλλα χαμένη δεκαετία του 2010-2020.
H πανδημία και η κρίση του παρασιτισμού
Γιατί όμως έρχονται σήμερα να ειπωθούν όλα αυτά; Η χώρα βρίσκεται στο κατώφλι μιας νέας κρίσης: Η πανδημία, κυρίως, η ανάσχεση της διεθνοποίησης που εκείνη προκαλεί οδηγεί τον ελληνικό παρασιτισμό σε ασφυξία. Καθώς ήταν ενισχυμένος μέσα από την δεκαετία της χρεοκοπίας 2010-2020, η επιβίωση μεγάλων κομματιών της ελληνικής κοινωνίας εξαρτάται από τις δραστηριότητές του. Με αυτόν τον τρόπο ο κορωνοϊός απειλεί την ελληνική κοινωνία με παλινδρόμηση, και η αγανάκτηση θεριεύει και πάλι σε κομμάτια της.
Ο ψευδοριζοσπαστισμός παίζει μέσα σε αυτές τις συνθήκες το τελευταίο του χαρτί. Κάνει μια απόπειρα να αποτυπωθεί και πάλι στον πολιτικό χάρτη, αφού τα πρώτα πολιτικά υποκείμενα που ανέδειξε, με κυριότερο αυτού τον ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται σε φάση υποχώρησης. Στο στόχαστρο αυτή την φορά βρίσκονται τα υγειονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, μιας και η κρίση αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία για πολιτική επανασυσπείρωση της αγανάκτησης.
Η ελληνοτουρκική όξυνση, ούτως ή άλλως, δεν προσφέρεται για εύκολη δημαγωγία, αν και υπήρξαν βέβαια φωνές μέσα στην κρίση του Αυγούστου που προανήγγειλαν την… προδοσία πριν αυτή καν συντελεστεί και έθεταν επί τάπητος την λήψη ριζικότερων μέτρων εναντίον του τουρκικού στόλου. Ξεχνούν αυτές οι φωνές πως η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού είναι ζήτημα… συνέχειας, και μιας βαθιάς, ουσιαστικής στροφής της εξωτερικής μας πολιτικής προς την στρατηγική της αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού. Αυτό το στοίχημα δεν είναι θέαμα, ούτε κερδίζεται με το να μεταβάλλεται το Facebook στο ΚΥΣΕΑ του κάθε πατριδοκάπηλου. Αυτές οι συμπεριφορές, οδηγούν εφ’ όσον κυριαρχήσουν σε πυροτεχνήματα σαν εκείνο του πραξικοπήματος που πραγματοποίησε η δικτατορία στην Κύπρο, που οδήγησε στην εισβολή της Τουρκίας το 1974, όπου όλος ο μαξιμαλισμός της Δικτατορίας πήγε περίπατο.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ωστόσο, η άρνηση κάθε μέτρου για την πανδημία και η καταγγελία της υγειονομικής πολιτικής προκρίνεται από τον ψευδοριζοσπαστισμό, έναντι της υπαρξιακής πρόκλησης που μας θέτει το Ερντογάν. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που την προηγούμενη δεκαετία το αντιμνημονιακό αίτημα υποσκέλισε κάθε άλλο ζωτικό για την ελληνική κοινωνία ζήτημα. Θυμάται κανείς πως η αντιμνημονιακή μονομανία οδήγησε στο να στηριχτεί… πατριωτικά ο ΣΥΡΙΖΑ, παρ όλο που στο προεκλογικό πρόγραμμά του περιγράφονται θέσεις που οδήγησαν στην Συμφωνία των Πρεσπών και την κρίση του μεταναστευτικού.
Το 2020, ωστόσο, δεν είναι 2010-2015. Τότε το πολιτικό σύστημα βρισκόταν σε κρίση, σήμερα, περνάει μέσα από διαδικασίες αναδόμησης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχοντας πετύχει την παντοδυναμία στον κεντροδεξιό πόλο, επιστρατεύει το σενάριο του ‘μακρονισμού᾿: Ο πολιτικός του συγχρωτισμός με τους σημιτικούς κύκλους δείχνει πως θα ήθελε να διαμορφώσει μια νέα, φιλελεύθερη παράταξη, «πέραν της αριστεράς και της δεξιάς», που να δημιουργεί συνθήκες πολιτικής ηγεμονίας διεμβολίζοντας και την κεντροαριστερά. Το εγχείρημα έχει ως σημείο αφετηρίας του τον εκσυγχρονιστικό εθνομηδενισμό, εντούτοις, τα μηνύματα που έρχονται πλέον από την Ευρώπη κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και ο Μακρόν ξεκίνησε εκφράζοντας την σοσιαλφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τα ‘Κίτρινα Γιλέκα’ εντούτοις, και η πιέση που του ασκούσε αποτελεσματικά η Μαρίν Λεπέν τον οδήγησαν να στραφεί προς τον ‘Ντε Γκωλισμό’, τον γαλλικό ρεπουμπλικανισμό.
Δυο πράγματα θα κρίνουν το μητσοτάκειο εγχείρημα: Αφενός, το αν θα υποκύψει ή όχι στην κατευναστική ατζέντα περί των ελληνοτουρκικών που θέλει να επιβάλει η Μέρκελ στην Ελλάδα, ή αν θα προχωρήσει στο αντι-νεοθωμανικό μέτωπο με την Αίγυπτο και την Γαλλία. Αφετέρου, το εύρος και το βάθος της πανδημικής κρίσης και μέσα σε αυτήν, η δυνατότητα του παρόντος σχήματος διακυβέρνησης να εγκαταλείψει τις πολιτικές που εκφράζουν τον οικονομικό παρασιτισμό, ενισχύοντας την εθνική οικονομική αυτοδυναμία.
Η αναζωπύρωση του ψευδοριζοσπαστισμού, από την άλλη, δεν μπορεί να αλλάξει ούτε το πολιτικό κλίμα, ούτε την κατεύθυνση που τείνει να πάρει το πολιτικό παιχνίδι: Η ελληνική κοινωνία δεν θέλει πια ‘λογάδες’, πολιτικούς και κόμματα που κάνουν σταδιοδρομία με το «ξέρεις τι θα κάνα εγώ ‘ρε;» και την διαχείριση του μίσους. Έτσι ο ψευδοριζοσπαστισμός βρίσκει καταφύγιο στην εικονικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σημασία έχει να δούμε και πως το συγκεκριμένο ρεύμα περιγράφει πλέον τον εχθρό του: Μπορεί η κυβέρνηση να καταγγέλλεται συστηματικά, εντούτοις, ο πραγματικός εχθρός δεν περιγράφεται στους εκπροσώπους της, ή τους «ειδικούς», αλλά σε όσα κομμάτια της κοινωνίας επιλέγουν διαφορετική στάση: Από την καταγγελία των δανειστών περάσαμε σταδιακά στην δαιμονοποίηση των ‘μενουμευρώπηδων’ και από εκεί στους «μενουμεσπιτάκηδες» και τους «σανοφάγους» –όρος που υποτίθεται ότι περιγράφει την ‘ανόητη κοινωνία’.