Άρδην, να αλλάξουμε ρότα· άρδην, να αποκαθηλώσουμε το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα·

Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

Η ελληνική (;) κυβέρνηση παραδίδει την ελληνική Μακεδονία



  •  
  • Γιώργος Καραμπελιάς
Μέσα στο περιβάλλον της όξυνσης της αντιπαράθεσης μεταξύ Αμερικανών και Γερμανών με τη Ρωσία, αίφνης επανεμφανίστηκε το Μακεδονικό. Δεν θα επιχειρήσουμε εδώ μια αναδρομή στο μακεδονικό ζήτημα, ούτε στο πως και γιατί έχει σφραγίσει με μια εγκληματική εθνική μειοδοσία την ιστορία της ελληνικής αριστεράς –αμαυρώνοντας και τις πλέον ηρωικές αντιστασιακές σελίδες της– και έχει καταδείξει την απίστευτη ανικανότητα των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων. Ούτε θα επανέλθουμε στο πως και γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις κατόρθωσαν διαχρονικά, να διαιωνίσουν το πρόβλημα που δημιούργησε η πολιτική του Τίτο (με την ίδρυση του ομόσπονδου κρατιδίου της Μακεδονίας), και να αποτύχουν παταγωδώς να λύσουν οριστικά το πρόβλημα όταν διελύθη η ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία, επιβάλλοντας, όπως μπορούσαν να το κάνουν τότε, μια λύση σύμφωνη με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Αντ’ αυτού, η «διεθνιστική» αριστερά που υποστήριζε διαχρονικά τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων και οι ανίκανες ελληνικές ελίτ, οδήγησαν στην επιδείνωση του προβλήματος, μια και τα Σκόπια αναγνωρίστηκαν ως «Μακεδονία» από μια πληθώρα χωρών, χωρίς η Ελλάδα να αντιδράσει ουσιαστικά, αφήνοντας να δημιουργηθούν αρνητικά τετελεσμένα.
Είναι προφανές, πως η ύπαρξη του συγκεκριμένου μικρού κράτους, ανάμεσα στην Αλβανία, τη Σερβία και τη Βουλγαρία, θα μπορούσε δυνητικά να λειτουργήσει προς το συμφέρον της Ελλάδας και της ειρήνης στα Βαλκάνια, αποδυναμώνοντας κυρίως τον βουλγαρικό και τον αλβανικό εθνικισμό. Όμως αυτό θα είχε ως προϋπόθεση την άρση του μεγαλοϊδεατικού όσο και γελοίου «μακεδονισμού» των Σκοπίων. Πρόκειται δηλαδή για μια εξαιρετικά δύσκολη πολυπαραγοντική εξίσωση η οποία μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο με μια διττή πολιτική από τη πλευρά της Ελλάδας: από την μία, την κάθετη και σθεναρή αντίθεσή μας για την αναγνώριση των Σκοπίων ως «Μακεδονίας», ακόμα και από τους φερόμενους ως συμμάχους με μια ουσιαστική διεθνοποίηση του θέματος και από την άλλη με μια υπόσχεση και λήψη συγκεκριμένων μέτρων οικονομικής και διεθνούς ενίσχυσης των Σκοπίων στον βαθμό που θα εγκατέλειπαν τον αλυτρωτισμό τους.
Όμως δεν έγινε τίποτα απ’ όλα αυτά. Αντίθετα, σε μία στιγμή όπου οι Αμερικανοί και οι Γερμανοί επείγονται να κλειδώσουν τα δυτικά Βαλκάνια στο ΝΑΤΟ, οι υπάλληλοι(;) τους, Τσίπρας και Κοτζιάς, ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν μία από τις τελευταίες «δουλειές» που τους έχουν αναθέσει. Διότι βεβαίως, όλοι γνωρίζουμε πλέον ότι το σχήμα Τσίπρα-Κοτζιά-Καμμένου, όχι απλώς δεν θα ανέβαινε στην εξουσία εάν δεν το επιθυμούσαν οι Αμερικανοί, αλλά και ούτε θα είχε παραμείνει στην εξουσία επί τρεισήμισι χρόνια εάν δεν έκανε όλα τα χατίρια των Γερμανών. Έτσι λοιπόν, το τελευταίο «συμβόλαιο» (και ελπίζουμε να είναι πραγματικά τελευταίο) που είχαν να κλείσουν, ήταν εκείνο του μακεδονικού.
Έναντι ασήμαντων υποχωρήσεων των Σκοπίων (με την αποδοχή του ονόματος «Μακεδονία του Βορρά» και των αλλαγών στο Σύνταγμα ή την αφαίρεση των αγαλμάτων), διατηρούνται τα ουσιώδη (η διατήρηση της «μακεδονικής γλώσσας» και η δυνατότητα να αποκαλούνται διεθνώς «Μακεδόνες», ούτε καν «βορειομακεδόνες»), αναιρώντας ουσιαστικώς το φύλο συκής του γεωγραφικού προσδιορισμού, διότι εάν είναι «Μακεδόνες» οι πολίτες των Σκοπίων, τότε και η χώρα τους είναι η «Μακεδονία»! Εξάλλου έτσι συντηρείται και υποδαυλίζεται εκ νέου ο μακεδονικός αλυτρωτισμός, διότι εάν οι «Μακεδόνες» είναι οι κάτοικοι της «Βόρειας Μακεδονίας», τότε τους …λείπει η «Νότια Μακεδονία», η οποία και αυτή θα πρέπει να παραχωρηθεί στους «Μακεδόνες»! Το επιχείρημα δηλαδή του τέλους των αλυτρωτισμών είναι εξ ίσου έωλο με όλα τα προηγούμενα, και αυτή η συμφωνία ουσιαστικά επικυρώνει τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων με την υπογραφή του ελληνικού κράτους και αντί της καταλλαγής θα τροφοδοτήσει μια νέα όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στους Έλληνες Μακεδόνες και τους Σλαβομακεδόνες των Σκοπίων!
Για ποιο λόγο προχώρησαν όμως σε μια τέτοια μειοδοτική ενέργεια; Ο Νίκος Κοτζιάς, αίφνης το 1993, μετά την αποχώρησή του από το ΚΚΕ (του οποίου λειτουργούσε ως ιδεολογικός καθοδηγητής από τα είκοσι δύο του χρόνια), προσελήφθη στο υπουργείο Εξωτερικών και έγινε δεξί χέρι του Γιώργου Παπανδρέου, σχεδόν επί είκοσι χρόνια, υποστηρίζοντας στη διαδρομή αυτή το σχέδιο Ανάν και τα ζεϊμπέκικα στη μικρασιατική ακτή· προφανώς λοιπόν έχει πολλά γραμμάτια να ξεπληρώσει. Όσο για τον Τσίπρα, εκτός από την εύνοια των Αμερικανών, που του επέτρεψαν την άνοδο στην εξουσία, έχει και έναν επιπρόσθετο λόγο, να ικανοποιήσει και την Άγκελα Μέρκελ, με αντάλλαγμα μια έστω και κατ’ ελάχιστον ευνοϊκότερη αντιμετώπισή του στο ζήτημα του χρέους και των μνημονίων. Και βέβαια περιττεύει να αναφερθούμε σε ένα άτομο σαν τον Καμμένο.
Πέρα από αυτά, όμως, η ίδια η μεθόδευση αυτής της επονείδιστης συμφωνίας, αποτελεί κυριολεκτική συνταγματική και πολιτειακή εκτροπή, επί της ουσίας αν όχι και στον τύπο. Η κυβέρνηση υπογράφει μια συμφωνία την οποία δεν θα φέρει στη Βουλή, παρά μόνο όταν πιθανώς δεν θα βρίσκεται πια στη κυβέρνηση – μια και προϋποθέτει την ολοκλήρωση της διαδικασίας από τη πλευρά των Σκοπίων – και ενώ την ίδια στιγμή, ο κυβερνητικός του εταίρος, ισχυρίζεται ότι είναι ενάντια στην συμφωνία! Έτσι, παρακάμπτονται και αγνοούνται οι διαθέσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, καταστρατηγείται ανοιχτά το Σύνταγμα και η αρχή της δεδηλωμένης, ενώ ταυτόχρονα οι Σκοπιανοί, έχοντας κερδίσει έναντι ελάχιστων ανταλλαγμάτων σε βασικά σημεία της διαπραγμάτευσης, θα μπορέσουν να προχωρήσουν στην ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με αυτό τον τρόπο βαθαίνει η διάσταση ανάμεσα στο εθνικό σώμα και τους θεσμούς της χώρας –κυβέρνηση, πρόεδρος, κ.λπ.– γεγονός που εγκυμονεί επιπρόσθετους κινδύνους για τη σταθερότητα της χώρας.
Είναι καιρός λοιπόν να υπάρξει ένας κυριολεκτικός ξεσηκωμός του ελληνικού λαού, που μόνος αυτός θα μπορούσε να ανατρέψει τα συντελούμενα και όχι μόνο με συλλαλητήρια, συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, αλλά ανοικτή και πάνδημη διαμαρτυρία απέναντι στην κυβέρνηση αλλά και τη στάση του εγγυητή του Συντάγματος και των συνολικών συμφερόντων της χώρας, του πρόεδρου Παυλόπουλου. Ο κος Παυλόπουλος πρέπει εδώ και τώρα να αποσύρει τη συναίνεσή του μπροστά στο ανοσιούργημα που συντελείται. Η διακήρυξη της διαφωνίας του με τη προωθούμενη λύση θα μπορούσε να βάλει φραγμό στο προωθούμενο εθνικό έγκλημα. Και επί τέλους αν δεν υπάρχει άλλη λύση υπάρχει και η ξεχασμένη στην Ελλάδα λέξη παραίτηση. Και βέβαια είναι πολύ περίεργη και αμφιλεγόμενη η στάση του Μακεδόνα Κώστα Καραμανλή, η οποία δίνει τη δυνατότητα στον Τσίπρα και τον Κοτζιά να τον παρουσιάζουν ως συνένοχό τους στο επιτελούμενο εθνικό έγκλημα. Διότι εάν συνεχίσει να σιωπά, η σιωπή του θα καταχωρηθεί ως ανοικτή συνενοχή και θα επιβεβαιώσει όλους εκείνους που υποστηρίζουν πως και αυτός έχει ανεξόφλητα γραμμάτια και σκελετούς στη ντουλάπα του.
Τελικώς, αυτή εγκληματική δήθεν λύση, με τη κραυγαλέα και ανοικτή αναγνώριση του μακεδονισμού από την ίδια Ελλάδα, ενώνει στη πραγματικότητα εναντίον της όλους τους Έλληνες, και αυτούς που ήταν ενάντια σε οποιαδήποτε παραχώρηση του ονόματος «Μακεδονία» –η μεγάλη πλειοψηφία– αλλά ακόμα και εκείνους που με βάση γενικότερους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς –«να κλείσουμε ένα μέτωπο για να μπορούμε να επικεντρωθούμε στη τουρκική απειλή»– θα ήταν διατεθειμένοι σε κάποιους συμβιβασμούς. Οι υποτελείς εθνομηδενιστές, όμως, με την εγκληματική «μη λύση» την οποία προωθούν αντί πινακίου φακής, οδηγούν στην ενοποίηση όλων των δυνάμεων με ένα κοινό σύνθημα: κάτω τα χέρια από την ελληνική Μακεδονία και τους Μακεδόνες!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου